ἀέθλοις

ἀέθλοις
ἆθλον
prize of contest
neut dat pl (epic ionic)
ἆθλος
contest
masc dat pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κνισήεις — κνισήεις, εσσα, εν, δωρ. τ. κνησάεις, εσσα, εν (Α) [κνίσα] γεμάτος κνίσα θυμάτων που καίγονται («μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ ἀέθλοις», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”